καταστοχαστικός

καταστοχαστικός
καταστοχ-αστικός, ή, όν,
A of conjecture,

δύναμις Phld.Rh.2.12

S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταστοχαστικός — καταστοχαστικός, ή, όν (Α) [καταστοχαστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καταστοχασμό*, αυτός που προκύπτει από εικασία 2. ο ικανός στο να εικάζει …   Dictionary of Greek

  • καταστοχαστική — καταστοχαστικός of conjecture fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”